- παλιλλογίᾳ
- παλιλλογίαι , παλιλλογίαrecapitulationfem nom/voc plπαλιλλογίᾱͅ , παλιλλογίαrecapitulationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιλλογία — παλιλλογίᾱ , παλιλλογία recapitulation fem nom/voc/acc dual παλιλλογίᾱ , παλιλλογία recapitulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιλλογία — η (ΑΜ παλιλλογία) [παλιλλογώ] νεοελλ. η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία μσν. αρχ. άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση αρχ. ανακεφαλαίωση … Dictionary of Greek
παλιλλογία — η επανάληψη ίδιων λόγων και λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιλλογίας — παλιλλογίᾱς , παλιλλογία recapitulation fem acc pl παλιλλογίᾱς , παλιλλογία recapitulation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιλλογίαι — παλιλλογία recapitulation fem nom/voc pl παλιλλογίᾱͅ , παλιλλογία recapitulation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιλλογίαν — παλιλλογίᾱν , παλιλλογία recapitulation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιλλογίαις — παλιλλογία recapitulation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek